Ο Πειραιάς και η Πάτρα αποτελούσαν τα βασικά λιμάνια αναχώρησης των μεταναστών. Ανάμεσα στα πλοία με ελληνική σημαία που πραγματοποιούσαν το ταξίδι ήταν ο «Μωραΐτης», το «Θεμιστοκλής», το «Πατρίς», αλλά και κάποια ξένα, όπως της εταιρείας Αυστροαμερικάνα. Η Οδύσσεια είχε ξεκινήσει.
Ο μουσικός Γιώργος Κατσαρός (Θεολογίτης) ταξιδεύοντας για την Αμερική …
Οι συνθήκες του ταξιδιού για τους περισσότερους από τους μετανάστες, επιβάτες κυρίως της τρίτης θέσης που στοιβάζονταν σαν εμπορεύματα στο κατάστρωμα και στα αμπάρια του πλοίου, περιγράφονται μοναδικά στο παρακάτω αφήγημα:
Τρεις μέρες προχωρήσαμε. Την τρίτη μέρα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς… Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν μαύρος, φίδια μάς έτρωγαν. Η ψυχή του ανθρώπου ήταν βυθισμένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιοάλογα. Καμιά εβδομάδα τη βγάλαμε με αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγγες με σκουλήκια, χαλασμένες, τις πετάγαμε. Ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα… Σε λίγες μέρες με την αργοπορία του πλοίου το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμασταν μέσα διψάσαμε. Μαζευόμασταν μυρμηγκιά με τις βίκες [στάμνες] μπροστά στα τεπόζιτα και γινόταν χαλασμός.
Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική, σε επιμέλεια Θανάση Βαλτινού, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1972.
Κατάκοποι και φοβισμένοι, αποβιβάζονταν στα ειδικά κέντρα υγειονομικού και τελωνειακού ελέγχου που βρίσκονταν στα μεγάλα λιμάνια της Αμερικής. Στη Νέα Υόρκη, κύριο προορισμό των μεταναστών, ο έλεγχος πραγματοποιούνταν στο νησάκι Έλις (Ellis Island), το οποίο βρισκόταν μέσα στο λιμάνι. Μέχρι το 1890 ο έλεγχος γινόταν σε ένα συγκρότημα παλαιών κτιρίων, το Castle Garden, το Καστιγκάρι, όπως το αποκαλούσαν οι Έλληνες.