Η Gramophone Company ιδρύθηκε το 1897 στο Λονδίνο από τον William Barry Owen, ως ευρωπαϊκός βραχίονας της επιχείρησης του Emile Berliner, επινοητή του δίσκου και του γραμμοφώνου. Γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό παίκτη της αναδυόμενης βιομηχανίας, επενδύοντας σε διεθνή παραρτήματα και τεχνολογία. Το πρώτο της έμβλημα ήταν ο “Recording Angel”, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα υιοθετήθηκε και το “His Master’s Voice”, που καθιερώθηκε περί το 1909 ως το εμβληματικό σήμα. Το 1903 απέκτησε την Zonophone (ιδρ. 1899, ΗΠΑ), η οποία ενσωματώθηκε στον όμιλο. Το 1917 ιδρύθηκε η Columbia Graphophone Company Ltd. στο Ηνωμένο Βασίλειο ως θυγατρική της αμερικανικής Columbia Phonograph Company. Το 1922, η Columbia UK αυτονομήθηκε πλήρως και το 1926 εξαγόρασε τον πολυεθνικό όμιλο Carl Lindström A.G., με τις ετικέτες Parlophone, Odeon και Beka. Το 1931, η Columbia (UK) συγχωνεύτηκε με την Gramophone και δημιουργήθηκε η EMI.
Η Gramophone ασχολήθηκε νωρίς με τα ελληνόφωνα ρεπερτόρια. Από το 1903 ελληνόφωνες ηχογραφήσεις έγιναν στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθούμενες από εγγραφές σε Αθήνα (1907), Θεσσαλονίκη (1909–1911), Σμύρνη (1911), αλλά και σε στούντιο σε Βιέννη και Λονδίνο. Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιούνταν είτε με κινητά συνεργεία είτε σε εγκαταστάσεις άλλων χωρών, ενώ οι δίσκοι τυπώνονταν κυρίως στο Λονδίνο· παράλληλα, λειτουργούσε και εργοστάσιο στο Ανόβερο, ήδη πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κυκλοφορίες διανέμονταν διεθνώς, είτε μέσω θυγατρικών είτε μέσω συνεργατών.
Στον ελληνικό χώρο, η διανομή βασίστηκε σε αντιπροσωπείες. Από το 1909, το γραφείο Abravanel, Capouano & Benveniste στη Θεσσαλονίκη συντόνιζε τη διαχείριση του ρεπερτορίου στη Μακεδονία και την Ήπειρο. Στη δεκαετία του 1920, ο Karl Friedrich Vogel (γενικός πράκτορας της Gramophone για την Ανατολική Μεσόγειο) είχε κεντρικό ρόλο από την Αλεξάνδρεια. Μετά τον θάνατό του το 1929, η εταιρεία ανέθεσε την αποκλειστική αντιπροσώπευση της Αθήνας στον Δημήτριο Κισσόπουλο. Το 1935 ανέλαβαν οι Αδελφοί Λαμπρόπουλοι, διαχειριζόμενοι το εργοστάσιο της Columbia στη Ριζούπολη – έργο που είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 1930 και απέκτησε στούντιο ηχογράφησης το 1935. Η συνεργασία τους με την EMI κράτησε μέχρι τα τέλη του 1970, οπότε η δραστηριότητα μεταφέρθηκε στην EMIAL, θυγατρική που είχε ιδρυθεί το 1961. Το 1991, η EMIAL συγχωνεύτηκε με τη Minos του Μίνωα Μάτσα, δημιουργώντας την Minos-EMI.
Η ιστορική διαδρομή της Gramophone στον ελληνόφωνο χώρο φωτίζει πώς οι τοπικές ηχογραφήσεις εντάχθηκαν σε υπερεθνικά δίκτυα παραγωγής και διανομής, τα οποία όχι απλώς υπερέβαιναν το τοπικό αλλά το επανανοηματοδοτούσαν. Σε αυτό το πλαίσιο, η Gramophone δεν υπήρξε μόνο δίαυλος διάδοσης, αλλά και καταλύτης στη διαμόρφωση του «ελληνικού ήχου» του 20ού αιώνα.
Ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 111-112) κατηγοριοποιώντας τους ελληνόφωνους μανέδες με κριτήριο τις ιδιαίτερες ρυθμικές συγκροτήσεις τους διακρίνει και τον τύπο Α και τον τύπο Β.
Για τον τύπο Α αναφέρει: "Ο τύπος Α αντιπροσωπεύει την αμιγώς αλατούρκα εκδοχή του μανέ, που εμφανίζεται συνήθως με δύο επικρατέστερες μορφές, Α1 και Α2, που διαφοροποιούνται από την παρουσία ή όχι ρυθμικοαρμονικής συνοδείας. Οι τύποι αυτοί προσιδιάζουν σε ένα βαθμό με τις λόγιες μορφές του gazel. Έτσι δεν είναι τυχαίο πως σε πολλές περιπτώσεις στην δισκογραφία η λέξη γκαζέλ αντικαθιστά τη λέξη μανές στην ετικέτα (π.χ. Ραστ Γκαζέλ, Γκαζελί Μουστάαρ, κ.λπ.), ή συνυπάρχει μαζί της στον τίτλο (π.χ. Ραστ Γκαζελί (Μανές), Νεβά Γκαζέλ-Μανές, κ.λπ.). Όπου υπάρχουν διαφορές, αυτές εντοπίζονται στη χρήση δεκαπεντασύλλαβου ομοιοκατάληκτου στίχου (έναντι της χρήσης λόγιας ποίησης από το ρεπερτόριο του Divan στο gazel), καθώς και στις λιγότερο ανεπτυγμένες μελωδικά φράσεις".
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, βιολί στην ηχογράφηση παίζει ο Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός.
Την ευθύνη της ηχογράφησης είχε ο ηχολήπτης Arthur Clarke (για περισσότερα βλ. http://www.recordingpioneers.com).
Για ερευνητικούς λόγους έχει αναρτηθεί και η επανέκδοση της ηχογράφησης από τη Victor με αριθμό 63543-B.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
Η Gramophone Company ιδρύθηκε το 1897 στο Λονδίνο από τον William Barry Owen, ως ευρωπαϊκός βραχίονας της επιχείρησης του Emile Berliner, επινοητή του δίσκου και του γραμμοφώνου. Γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό παίκτη της αναδυόμενης βιομηχανίας, επενδύοντας σε διεθνή παραρτήματα και τεχνολογία. Το πρώτο της έμβλημα ήταν ο “Recording Angel”, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα υιοθετήθηκε και το “His Master’s Voice”, που καθιερώθηκε περί το 1909 ως το εμβληματικό σήμα. Το 1903 απέκτησε την Zonophone (ιδρ. 1899, ΗΠΑ), η οποία ενσωματώθηκε στον όμιλο. Το 1917 ιδρύθηκε η Columbia Graphophone Company Ltd. στο Ηνωμένο Βασίλειο ως θυγατρική της αμερικανικής Columbia Phonograph Company. Το 1922, η Columbia UK αυτονομήθηκε πλήρως και το 1926 εξαγόρασε τον πολυεθνικό όμιλο Carl Lindström A.G., με τις ετικέτες Parlophone, Odeon και Beka. Το 1931, η Columbia (UK) συγχωνεύτηκε με την Gramophone και δημιουργήθηκε η EMI.
Η Gramophone ασχολήθηκε νωρίς με τα ελληνόφωνα ρεπερτόρια. Από το 1903 ελληνόφωνες ηχογραφήσεις έγιναν στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθούμενες από εγγραφές σε Αθήνα (1907), Θεσσαλονίκη (1909–1911), Σμύρνη (1911), αλλά και σε στούντιο σε Βιέννη και Λονδίνο. Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιούνταν είτε με κινητά συνεργεία είτε σε εγκαταστάσεις άλλων χωρών, ενώ οι δίσκοι τυπώνονταν κυρίως στο Λονδίνο· παράλληλα, λειτουργούσε και εργοστάσιο στο Ανόβερο, ήδη πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κυκλοφορίες διανέμονταν διεθνώς, είτε μέσω θυγατρικών είτε μέσω συνεργατών.
Στον ελληνικό χώρο, η διανομή βασίστηκε σε αντιπροσωπείες. Από το 1909, το γραφείο Abravanel, Capouano & Benveniste στη Θεσσαλονίκη συντόνιζε τη διαχείριση του ρεπερτορίου στη Μακεδονία και την Ήπειρο. Στη δεκαετία του 1920, ο Karl Friedrich Vogel (γενικός πράκτορας της Gramophone για την Ανατολική Μεσόγειο) είχε κεντρικό ρόλο από την Αλεξάνδρεια. Μετά τον θάνατό του το 1929, η εταιρεία ανέθεσε την αποκλειστική αντιπροσώπευση της Αθήνας στον Δημήτριο Κισσόπουλο. Το 1935 ανέλαβαν οι Αδελφοί Λαμπρόπουλοι, διαχειριζόμενοι το εργοστάσιο της Columbia στη Ριζούπολη – έργο που είχε ολοκληρωθεί ήδη από το 1930 και απέκτησε στούντιο ηχογράφησης το 1935. Η συνεργασία τους με την EMI κράτησε μέχρι τα τέλη του 1970, οπότε η δραστηριότητα μεταφέρθηκε στην EMIAL, θυγατρική που είχε ιδρυθεί το 1961. Το 1991, η EMIAL συγχωνεύτηκε με τη Minos του Μίνωα Μάτσα, δημιουργώντας την Minos-EMI.
Η ιστορική διαδρομή της Gramophone στον ελληνόφωνο χώρο φωτίζει πώς οι τοπικές ηχογραφήσεις εντάχθηκαν σε υπερεθνικά δίκτυα παραγωγής και διανομής, τα οποία όχι απλώς υπερέβαιναν το τοπικό αλλά το επανανοηματοδοτούσαν. Σε αυτό το πλαίσιο, η Gramophone δεν υπήρξε μόνο δίαυλος διάδοσης, αλλά και καταλύτης στη διαμόρφωση του «ελληνικού ήχου» του 20ού αιώνα.
Ο Γιώργος Κοκκώνης (2017: 111-112) κατηγοριοποιώντας τους ελληνόφωνους μανέδες με κριτήριο τις ιδιαίτερες ρυθμικές συγκροτήσεις τους διακρίνει και τον τύπο Α και τον τύπο Β.
Για τον τύπο Α αναφέρει: "Ο τύπος Α αντιπροσωπεύει την αμιγώς αλατούρκα εκδοχή του μανέ, που εμφανίζεται συνήθως με δύο επικρατέστερες μορφές, Α1 και Α2, που διαφοροποιούνται από την παρουσία ή όχι ρυθμικοαρμονικής συνοδείας. Οι τύποι αυτοί προσιδιάζουν σε ένα βαθμό με τις λόγιες μορφές του gazel. Έτσι δεν είναι τυχαίο πως σε πολλές περιπτώσεις στην δισκογραφία η λέξη γκαζέλ αντικαθιστά τη λέξη μανές στην ετικέτα (π.χ. Ραστ Γκαζέλ, Γκαζελί Μουστάαρ, κ.λπ.), ή συνυπάρχει μαζί της στον τίτλο (π.χ. Ραστ Γκαζελί (Μανές), Νεβά Γκαζέλ-Μανές, κ.λπ.). Όπου υπάρχουν διαφορές, αυτές εντοπίζονται στη χρήση δεκαπεντασύλλαβου ομοιοκατάληκτου στίχου (έναντι της χρήσης λόγιας ποίησης από το ρεπερτόριο του Divan στο gazel), καθώς και στις λιγότερο ανεπτυγμένες μελωδικά φράσεις".
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων που προέκυψε από την έρευνα του Alan Kelly, βιολί στην ηχογράφηση παίζει ο Δημήτρης Σέμσης ή Σαλονικιός.
Την ευθύνη της ηχογράφησης είχε ο ηχολήπτης Arthur Clarke (για περισσότερα βλ. http://www.recordingpioneers.com).
Για ερευνητικούς λόγους έχει αναρτηθεί και η επανέκδοση της ηχογράφησης από τη Victor με αριθμό 63543-B.
Έρευνα και κείμενο: Λεονάρδος Κουνάδης και Νίκος Ορδουλίδης
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ