Γράφει για την ηχογράφηση ο Παναγιώτης Κουνάδης (2011: 66):
«Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει απόσπασμα από αταυτοποίητη επιθεώρηση του 1933. Αποτυπώνει την απρόσμενη συνάντηση, την αλληλεπίδραση και τη συνύπαρξη δύο, θεωρητικά, διαφορετικών κόσμων, του κόσμου της επιθεώρησης και της οπερέτας με αυτόν του ρεμπέτικου.
Πρωταγωνιστές του είδους, ως δημιουργοί και ερμηνευτές, ο Πέτρος Κυριακός και ο Γιώργος Καμβύσης ενώ συμμετείχαν και πρόσωπα "υπεράνω πάσης υποψίας", όπως ο Μίνως Μάτσας ο οποίος θίγει εδώ θέματα "διαχρονικά επίκαιρα" όπως η κρίση και η κοινωνική αδικία που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1930 αλλά εξακολουθούν και σήμερα να υφίστανται. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στο κυνήγι των μικροπωλητών οι οποίοι σήμερα είναι μετανάστες και στις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Ακολούθησαν πολλά τραγούδια και νούμερα παρόμοιου περιεχομένου και μας έρχεται στο νου Το τελευταίο τραμ (σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ) που ακουγόταν στην επιθεώρηση Άνθρωποι, άνθρωποι των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου (ήταν και οι στιχουργοί του τραγουδιού) που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν, 15 περίπου χρόνια αργότερα, το 1948 και ακόμα τραγουδιέται:
Εμείς με τραμ πηγαίναμε και άλλοι με ταξάρες
για μας τα ντόρτια και οι διπλές και γι’ άλλους οι εξάρες
εξουρία: εξορία.
πατούμενα: τα υποδήματα.
μπακαρά: παιχνίδι της τράπουλας.
σκάνε μηχανή: εξαπατούν, στήνουν κόλπο. Η έννοια της «μηχανής» δηλαδή του τέχνασματος ή του δόλου, της απάτης, αναφέρεται και επί ερωτικών σχέσεων και πέρασε με διάφορες μορφές και εκφράσεις και σε άλλα τραγούδια.
χτένι στη πανσέτα: τρόπος κλεψίματος στην πασιέντζα (παιχνίδι της τράπουλας). Άλλοι σχετικοί χαρτοπαικτικοί όροι: βεντάλια, μπαλαμούτι, μπάνισμα, πνίξιμο, καλλιόπη, κολαούζος, καθρεφτάκι, ματσέτο, καμπούρης, νύχι, καρφίτσα, σπαθί-πεταχτό.
βρίξανε: βρίσανε.
κολλώ τα ζάρια: τεχνική εξαπάτησης στο μπαρμπούτι με τη χρησιμοποίηση ζαριών με υδράργυρο ή μολύβι που δίνουν τη δυνατότητα στον χειριστή να φέρνει εξάρες.
μπακίρες: μπορύτζινες στάμνες αλλά και χάλκινα νομίσματα (από το τουρκ. bakιr που σημαίνει χαλκός). Πιθανόν εδώ εννοεί τις χειροπέδες.
βιδάνια: ποσοστό που κρατάει η λέσχη ή ο οικοδεσπότης από το κέρδος των παικτών τυχερών παιχνιδιών· γκανιότα. Σημαίνει και το κακής ποιότητας κρασί αλλά και τα υπολείματα των ποτών στα ποτήρια, δηλαδή τα αποπήματα».
Η ηχογράφηση ξεκινάει με την αρχή από το ρεφρέν (0′ 01″ – 0′ 10″) του τραγουδιού «Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη.
«Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη, φαίνεται πως εμφανίζεται για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1932. Μέχρι το 1953 θα ηχογραφηθεί άλλες εφτά φορές, φτάνοντας τις εννιά εκτελέσεις. Ο αριθμός των ηχογραφήσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού και αιτιολογεί, εν μέρει, την παρουσία του και στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο (για περισσότερα σχετικά με «Το γελεκάκι» και τις παραλλαγές του στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο βλέπε εδώ).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση του Παναγιώτη Κουνάδη για την εμφάνιση μουσικών φράσεων του τραγουδιού σε προγενέστερες ελληνόφωνες ηχογράφησεις. Αναφέρει σχολιάζοντας το τραγούδι «Το χασίσι» (2010, 3: 42): «Μουσικές φράσεις από το “Χασίσι” συναντάμε στο “Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι”, αλλά και στο τραγούδι “Το γελεκάκι”, του συνθέτη Σπύρου Ολλανδέζου».
Το πρώτο τραγούδι, «Το χασίσι», καταγράφεται σε ποικίλες παραλλαγές στη δισκογραφία και με άλλους τίτλους, όπως «Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται», «Μπαρμπαγιάννης», «Η νταμίρα». Η παλαιότερη ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε μάλλον στην Αμερική περίπου το 1920 (για περισσότερα σχετικά με το τραγούδι βλέπε εδώ).
Χαρακτηριστικό, επίσης, παράδειγμα της σχέσης των δύο παραπάνω τραγουδιών αποτελούν δύο ηχογραφήσεις που περιλαμβάνουν, όπως η παρούσα, νούμερο από αταυτοποίητη επιθεωρήση το οποία ξεκινούν με τη μουσική φράση που εξετάζουμε, χρησιμοποιώντας στίχους από το τραγούδι «Το χασίσι». Πρόκειται για την ηχογράφηση «Η διαθήκη του μάγκα» (Pathé 70569 – 80236, Αθήνα, 1932), του Γιώργου Καμβύση, με τον Πέτρο Κυριακό και αταυτοποίητο άντρα (πιθανώς τον Γιώργο Καμβύση), στην οποία ακούγονται πάνω στον εν λόγω σκοπό οι στίχοι Άντε, ρε, σα πεθάνεις, σα πεθάνεις / άντε, ρε, τον λουλά τι θα τον κάνεις και την ηχογράφηση «Η διαθήκη του χασικλή» (Odeon Go 1782 – GA 1599/ A 190414 b, Αθήνα, 1932), η οποία περιέχει το ίδιο νούμερο, με τον Γιώργο Καμβύση αυτή τη φορά σε ρόλο τραγουδιστή και αταυτοποίητο άντρα.
Το «Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι» ηχογραφήθηκε από τον Τάκη Νικολάου, ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Τέτος Δημητριάδης, στη Νέα Υόρκη στις 25 Απριλίου 1927 (Victor CVE 38493 – 68812-B).
Π.Κ.:
Γιατί άλλοι, βρε, χιλιάρικα να χάνουν στη ρουλέτα
κι άλλοι να σκάνε μηχανή και χτένι στη πανσέτα
και άλλοι εις το μπακαρά να κλέβουνε τα εννιάρια
κι εμένανε με βρίξανε που κόλλησα τα ζάρια
Καταλαβαίνεις, λοιπόν, απάνω στη παραξήγηση οι μάγκες ζοχαδιαστήκανε, τις πέρασαν τις μπακίρες τους. Άσ’ τα αδερφέ μου, και η συνέχεια επί της οθόνης.
Π.Κ. και Γ.Κ.:
Ζωή είν’ αυτή ή βάσανο, βαρέθηκα μα το σταυρό
ρε παιδιά, ό,τι κι αν κάνω τον μπελά μου θε να βρω
Π.Κ.:
Πολλοί, βρε, τρών’ κοτόπουλα και ψάρια στη Γλυφάδα
κι εμένα απ’ το ξελίγωμα μού έρχεται ζαλάδα
και άλλοι σου πίνουν τσέρυ-μπράντ, ουίσκι και σαμπάνια
κι εγώ το φουκαριάρικο ταράζω τα βιδάνια
Ύστερα μου λες να μη παραπονιέμαι!!
Π.Κ. και Γ.Κ.:
Ζωή είν’ αυτή ή βάσανο, βαρέθηκα μα το σταυρό
ρε παιδιά ό,τι κι αν κάνω τον μπελά μου θε να βρω
Γράφει για την ηχογράφηση ο Παναγιώτης Κουνάδης (2011: 66):
«Η παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνει απόσπασμα από αταυτοποίητη επιθεώρηση του 1933. Αποτυπώνει την απρόσμενη συνάντηση, την αλληλεπίδραση και τη συνύπαρξη δύο, θεωρητικά, διαφορετικών κόσμων, του κόσμου της επιθεώρησης και της οπερέτας με αυτόν του ρεμπέτικου.
Πρωταγωνιστές του είδους, ως δημιουργοί και ερμηνευτές, ο Πέτρος Κυριακός και ο Γιώργος Καμβύσης ενώ συμμετείχαν και πρόσωπα "υπεράνω πάσης υποψίας", όπως ο Μίνως Μάτσας ο οποίος θίγει εδώ θέματα "διαχρονικά επίκαιρα" όπως η κρίση και η κοινωνική αδικία που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1930 αλλά εξακολουθούν και σήμερα να υφίστανται. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στο κυνήγι των μικροπωλητών οι οποίοι σήμερα είναι μετανάστες και στις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Ακολούθησαν πολλά τραγούδια και νούμερα παρόμοιου περιεχομένου και μας έρχεται στο νου Το τελευταίο τραμ (σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ) που ακουγόταν στην επιθεώρηση Άνθρωποι, άνθρωποι των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου (ήταν και οι στιχουργοί του τραγουδιού) που ανέβηκε στο θέατρο Μετροπόλιταν, 15 περίπου χρόνια αργότερα, το 1948 και ακόμα τραγουδιέται:
Εμείς με τραμ πηγαίναμε και άλλοι με ταξάρες
για μας τα ντόρτια και οι διπλές και γι’ άλλους οι εξάρες
εξουρία: εξορία.
πατούμενα: τα υποδήματα.
μπακαρά: παιχνίδι της τράπουλας.
σκάνε μηχανή: εξαπατούν, στήνουν κόλπο. Η έννοια της «μηχανής» δηλαδή του τέχνασματος ή του δόλου, της απάτης, αναφέρεται και επί ερωτικών σχέσεων και πέρασε με διάφορες μορφές και εκφράσεις και σε άλλα τραγούδια.
χτένι στη πανσέτα: τρόπος κλεψίματος στην πασιέντζα (παιχνίδι της τράπουλας). Άλλοι σχετικοί χαρτοπαικτικοί όροι: βεντάλια, μπαλαμούτι, μπάνισμα, πνίξιμο, καλλιόπη, κολαούζος, καθρεφτάκι, ματσέτο, καμπούρης, νύχι, καρφίτσα, σπαθί-πεταχτό.
βρίξανε: βρίσανε.
κολλώ τα ζάρια: τεχνική εξαπάτησης στο μπαρμπούτι με τη χρησιμοποίηση ζαριών με υδράργυρο ή μολύβι που δίνουν τη δυνατότητα στον χειριστή να φέρνει εξάρες.
μπακίρες: μπορύτζινες στάμνες αλλά και χάλκινα νομίσματα (από το τουρκ. bakιr που σημαίνει χαλκός). Πιθανόν εδώ εννοεί τις χειροπέδες.
βιδάνια: ποσοστό που κρατάει η λέσχη ή ο οικοδεσπότης από το κέρδος των παικτών τυχερών παιχνιδιών· γκανιότα. Σημαίνει και το κακής ποιότητας κρασί αλλά και τα υπολείματα των ποτών στα ποτήρια, δηλαδή τα αποπήματα».
Η ηχογράφηση ξεκινάει με την αρχή από το ρεφρέν (0′ 01″ – 0′ 10″) του τραγουδιού «Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη.
«Το γελεκάκι», σε μουσική του Σπύρου Ολλανδέζου και στίχους του Γιάννη Θεοδωρίδη, φαίνεται πως εμφανίζεται για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1932. Μέχρι το 1953 θα ηχογραφηθεί άλλες εφτά φορές, φτάνοντας τις εννιά εκτελέσεις. Ο αριθμός των ηχογραφήσεων αντικατοπτρίζει αναμφίβολα τη δημοφιλία του τραγουδιού και αιτιολογεί, εν μέρει, την παρουσία του και στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο (για περισσότερα σχετικά με «Το γελεκάκι» και τις παραλλαγές του στο σεφαραδίτικο ρεπερτόριο βλέπε εδώ).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση του Παναγιώτη Κουνάδη για την εμφάνιση μουσικών φράσεων του τραγουδιού σε προγενέστερες ελληνόφωνες ηχογράφησεις. Αναφέρει σχολιάζοντας το τραγούδι «Το χασίσι» (2010, 3: 42): «Μουσικές φράσεις από το “Χασίσι” συναντάμε στο “Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι”, αλλά και στο τραγούδι “Το γελεκάκι”, του συνθέτη Σπύρου Ολλανδέζου».
Το πρώτο τραγούδι, «Το χασίσι», καταγράφεται σε ποικίλες παραλλαγές στη δισκογραφία και με άλλους τίτλους, όπως «Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται», «Μπαρμπαγιάννης», «Η νταμίρα». Η παλαιότερη ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε μάλλον στην Αμερική περίπου το 1920 (για περισσότερα σχετικά με το τραγούδι βλέπε εδώ).
Χαρακτηριστικό, επίσης, παράδειγμα της σχέσης των δύο παραπάνω τραγουδιών αποτελούν δύο ηχογραφήσεις που περιλαμβάνουν, όπως η παρούσα, νούμερο από αταυτοποίητη επιθεωρήση το οποία ξεκινούν με τη μουσική φράση που εξετάζουμε, χρησιμοποιώντας στίχους από το τραγούδι «Το χασίσι». Πρόκειται για την ηχογράφηση «Η διαθήκη του μάγκα» (Pathé 70569 – 80236, Αθήνα, 1932), του Γιώργου Καμβύση, με τον Πέτρο Κυριακό και αταυτοποίητο άντρα (πιθανώς τον Γιώργο Καμβύση), στην οποία ακούγονται πάνω στον εν λόγω σκοπό οι στίχοι Άντε, ρε, σα πεθάνεις, σα πεθάνεις / άντε, ρε, τον λουλά τι θα τον κάνεις και την ηχογράφηση «Η διαθήκη του χασικλή» (Odeon Go 1782 – GA 1599/ A 190414 b, Αθήνα, 1932), η οποία περιέχει το ίδιο νούμερο, με τον Γιώργο Καμβύση αυτή τη φορά σε ρόλο τραγουδιστή και αταυτοποίητο άντρα.
Το «Όταν σε βλέπω κι έρχεσαι» ηχογραφήθηκε από τον Τάκη Νικολάου, ένα από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο Τέτος Δημητριάδης, στη Νέα Υόρκη στις 25 Απριλίου 1927 (Victor CVE 38493 – 68812-B).
Π.Κ.:
Γιατί άλλοι, βρε, χιλιάρικα να χάνουν στη ρουλέτα
κι άλλοι να σκάνε μηχανή και χτένι στη πανσέτα
και άλλοι εις το μπακαρά να κλέβουνε τα εννιάρια
κι εμένανε με βρίξανε που κόλλησα τα ζάρια
Καταλαβαίνεις, λοιπόν, απάνω στη παραξήγηση οι μάγκες ζοχαδιαστήκανε, τις πέρασαν τις μπακίρες τους. Άσ’ τα αδερφέ μου, και η συνέχεια επί της οθόνης.
Π.Κ. και Γ.Κ.:
Ζωή είν’ αυτή ή βάσανο, βαρέθηκα μα το σταυρό
ρε παιδιά, ό,τι κι αν κάνω τον μπελά μου θε να βρω
Π.Κ.:
Πολλοί, βρε, τρών’ κοτόπουλα και ψάρια στη Γλυφάδα
κι εμένα απ’ το ξελίγωμα μού έρχεται ζαλάδα
και άλλοι σου πίνουν τσέρυ-μπράντ, ουίσκι και σαμπάνια
κι εγώ το φουκαριάρικο ταράζω τα βιδάνια
Ύστερα μου λες να μη παραπονιέμαι!!
Π.Κ. και Γ.Κ.:
Ζωή είν’ αυτή ή βάσανο, βαρέθηκα μα το σταυρό
ρε παιδιά ό,τι κι αν κάνω τον μπελά μου θε να βρω
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ