Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω παρτιτούρα περιλαμβάνεται στη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" (Τριάντα λαϊκές μελωδίες της Ελλάδας και της Ανατολής). Η συλλογή περιέχει καταγραφές τριάντα ελληνικών τραγουδιών που συνέλεξε ο Γάλλος συνθέτης Louis-Albert Bourgault-Ducoudray στη Σμύρνη και την Αθήνα κατά τη διάρκεια του ερευνητικού ταξιδιού που πραγμτοποίησε στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία το 1875. Η εναρμόνιση και η πιανιστική συνοδεία των μελωδιών έγινε από τον συνθέτη (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017d: 13-47). Στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο αναγράφεται, επίσης, "traduction italienne en vers adaptée à la musique et traduction française en prose de M. A. de Lauzières" (έμμετρη μετάφραση στην ιταλική γλώσσα προσαρμοσμένη στη μουσική και μετάφραση σε πεζό λόγο στη γαλλική γλώσσα από τον M. A. de Lauzières), ο αριθμός της έκδοσης και ο εκδότης. Η έκδοση περιέχει πρόλογο, εισαγωγικό κείμενο, σημείωμα του μεταφραστή και αναφορές του Bourgault-Ducoudray στη στιχουργική των τραγουδιών (σελ. 7-24).
Το τραγούδι περιλαμβάνεται στις σελίδες 19-21, φέρει τον αριθμό 7 και είναι άτιτλο. Κάτω από την αρίθμηση αναγράφεται "Mme Laffon - Smyrne". Η Madame Laffon ήταν η δεύτερη σύζυγος του Γάλλου διπλωμάτη Gustave Laffon, διερμηνέα στο Γαλλικό Προξενείο της Σμύρνης. Πρόκειται για την Ada Bargigli, Ιταλίδα γεννημένη στη Λάρνακα, και βασική πηγή πληροφόρησης και μουσικού υλικού του Bourgault-Ducoudray, αφού τα 21 από τα 30 τραγούδια της συλλογής καταγράφονται στη Σμύρνη σε δική της ερμηνεία.
Το μουσικό κείμενο του τραγουδιού περιλαμβάνεται σε παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για τη φωνή). Στο τέλος του μουσικού κειμένου υπάρχει η γαλλική μετάφραση των στίχων και επεξηγηματική σημείωση του Bourgault-Ducoudray.
Σύγχρονη ηχογράφηση του τραγουδιού περιλαμβάνεται στο CD "Mελωδίες της ανατολής, Τραγούδια της Σμύρνης (19ος αιώνας)" («Βαριά που σ' αγαπώ», Αρχείο Ελληνικής Μουσικής – FM Records – FM 800, Αθήνα, 1997), το οποίο περιέχει 20 από τις μελωδίες που συνέλεξε ο Bourgault-Ducoudray, με διαφορετική αρμονική - ρυθμική συνοδεία και ενορχήστρωση. Το τραγουδά η Ειρήνη Δερέμπεη.
Ο Μανώλης Καλομοίρης (Σμύρνη, 14 Δεκεμβρίου 1883 – Αθήνα, 3 Απριλίου 1962) θα χρησιμοποιήσει τη μελωδία του τραγουδιού στην όπερα «Ο Πρωτομάστορας» (βλ. εδώ), σε λιμπρέτο (βλ. εδώ) του ιδίου βασισμένο στην ομότιτλη τραγωδία (βλ. εδώ) του Νίκου Καζαντζάκη. Η όπερα (βλ. εδώ χειρόγραφες και αυτόγραφες παρτιτούρες και spartiti του έργου) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαρτίου 1916 στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας (βλ. εδώ). Η μελωδία ακούγεται αρχικά από τον Γέρο και στη συνέχεια τον ακολουθεί ο Χορός των Θεριστάδων, που αποτελείται από γυναίκες και άντρες, τραγουδώντας και χορεύοντας (βλ. εδώ).
Το τραγούδι, με τίτλο «Βαρειά που σ' αγαπώ», αύξοντα αριθμό 1 και αριθμό καταλόγου 431, περιλαμβάνεται στη συλλογή «Είκοσι Δημοτικά τραγούδια» με συνοδεία πιάνου ή ορχήστρας σε εναρμόνιση του Μανώλη Καλομοίρη. Εκδόθηκε στην Αθήνα το 1922 από τον οίκο Ζαχαρία Μακρή. Αναφέρει σχετικά ο Γιώργος Σακαλλιέρος (2005: 27): «Ο εκδότης Ζ. Μακρής ζήτησε από τον Μ. Καλομοίρη να εναρμονίσει 20 δημοτικά τραγούδια. Ο συνθέτης ολοκλήρωσε μόνο τα δέκα, συνολικά, με την υπόσχεση να ολοκληρώσει αργότερα τα υπόλοιπα (σύμφωνα με πληροφορία του Φοίβου Ανωγειανάκη), κάτι που δεν πραγματοποίησε τελικά. Το έργο εκδόθηκε με τον παραπάνω τίτλο και η συγκεκριμένη ανακρίβεια παρέμεινε.»
Επίσης, στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη», όπου φυλάσσεται το Αρχείο Μανώλη Καλομοίρη, έχουν αναρτηθεί αυτόγραφες και χειρόγραφες παρτιτούρες και πάρτες του τραγουδιού σε διασκευή για φωνή και ορχήστρα και φωνή και πληκτροφόρο όργανο (βλ. εδώ).
Μεταξύ 1881-1884 ο Ρώσος συνθέτης Alexander Glazunov (Αγία Πετρούπολη, 29 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1865 – Παρίσι, 21 Μαρτίου 1936) ολοκληρώνει δύο έργα για συμφωνική ορχήστρα βασισμένα σε ελληνικές μελωδίες. Πρόκειται για την "Overture No. 1 on Three Greek Themes, Op. 3" (βλ. εδώ, εδώ και εδώ), η οποία πιθανόν ολοκληρώθηκε το 1881 ή το 1882 και είναι αφιερωμένη στον Bourgault-Ducoudray, και την "Overture No. 2 on Greek Themes, Op. 6", σύνθεση που έγραψε πιθανόν το 1883-1884 και αφιέρωσε στον Ρώσο συνθέτη Mily Balakirev. Τα μουσικά θέματα από τα οποία αντλεί υλικό ο Glazunov, και για τις δύο ουβερτούρες, προέρχονται από τη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient". Στην "Overture No. 2 on Greek Themes, Op. 6" ο συνθέτης επεξεργάζεται μελωδικές φράσεις από τρία τραγούδια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το τραγούδι της παρτιτούρας που εξετάζουμε. Συγκεκριμένα πρόκειται, κατά τη σειρά εμφάνισής τους στο έργο, για τις καταγραφές υπ' αριθμόν 5 (βλ. εδώ), την παρούσα υπ' αριθμόν 7 και την υπ' αριθμόν 24 (βλ. εδώ).
Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα, το 1940–1941 ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Berthold Goldschmidt (Αμβούργο, 18 Ιανουαρίου 1903 – Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1996) ολοκληρώνει την "Greek Suite" για ορχήστρα. Η οκταμερής σουίτα αποτελείται από διασκευές ελληνικών λαϊκών μελωδιών οι οποίες προέρχονται από την έκδοση "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Louis-Albert Bourgault-Ducoudray. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνεται και η μελωδία του παρόντος τραγουδιού. Ακολουθούν αναλυτικά τα μέρη του έργου και τα αντίστοιχα τραγούδια της συλλογής Bourgault-Ducoudray τα οποία επεξεργάζεται ο συνθέτης:
– Alla marcia: το υπ' αριθμόν 27 και το παρόν υπ' αριθμόν 7.
– Andante: τα υπ' αριθμόν 15 και 21.
– Allegretto. Scherzando: το υπ' αριθμόν 4.
– Allegro marziale: το υπ' αριθμόν 23.
– Allegretto grazioso: το υπ' αριθμόν 30 με τίτλο «Το φίλημα» και το υπ' αριθμόν 20.
– Lento: το υπ' αριθμόν 9.
– Allegretto: τα υπ' αριθμόν 28 και 1.
– Allegretto moderato: το υπ' αριθμόν 25.
Tags: Δημοτικό τραγούδι
Από την αρχαιότητα, η μουσική καταγραφή αποτέλεσε τον καθαυτό τρόπο οπτικής αναπαράστασης του ηχητικού φαινομένου, άλλοτε με λεπτομέρεια και άλλοτε υπό την μορφή οδηγού. Διαχρονικά, η οπτική αποτύπωση της μουσικής υπήρξε ο μοναδικός τρόπος για την αποθήκευση και την διατήρησή της στο χρόνο, αλλά και το αποκλειστικό μέσο για την αναπαραγωγή της. Σε κάθε περίπτωση, η οπτική μεταφορά θα πρέπει να λογιστεί ως επικουρικό εργαλείο, καθώς η προφορική διάδοση και η αποθήκευση στην μνήμη των καλλιτεχνών αποτέλεσαν τις πλέον διαχρονικές τεχνικές για την διάχυση της μουσικής μέσα στον χρόνο και τον χώρο. Κατά την επονομαζόμενη σήμερα «κλασική» μουσική περίοδο της Ευρώπης, με τα ισχυρότατα κέντρα παραγωγής της, όπως οι σημερινές Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, και ειδικά στην πορεία της προς τον Ρομαντισμό, η μουσική καταγραφή, η παρτιτούρα, λογίστηκε από ορισμένους συνθέτες ως η καθαυτή ενσάρκωση του έργου τους.
Όπως είναι λογικό, στον νεωτερικό καπιταλιστικό κόσμο, η μουσική καταγραφή, ως το βασικό εργαλείο υποστασιοποίησης της μουσικής, ενέταξε υπό την σκέπη της και ρεπερτόρια τα οποία δεν συνδέθηκαν, δεν διαδόθηκαν και δεν λειτούργησαν με βάση την καταγραφή τους. Αυτό πρόσφερε στα κέντρα πώλησης μουσικών προϊόντων ένα πρόσθετο εργαλείο για την επέκταση του δικτύου δράσης τους: οι μη-λόγιες μουσικές απέκτησαν έναν πρόσφορο τρόπο διακίνησής τους, ενισχύοντας την δημοφιλία τους, ακόμη και σε τόπους πολύ μακρινούς από αυτούς της αρχικής τους δημιουργίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, το φαινόμενο της ηχογράφησης και αναπαραγωγής του ήχου ήρθε να αναδιατάξει τις σχέσεις, και να αποδιοργανώσει το status quo των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας κομμάτι της αγοράς, προσφέροντας ένα προϊόν εξαιρετικά πιο ολοκληρωμένο και άμεσο. Οι εκδοτικοί οίκοι προσπάθησαν μεν να αντιδράσουν με νομικά μέτρα, κατέστην όμως αδύνατη η ανακοπή της δυναμικής του νέου φαινομένου: η επικράτηση της εμπορικής δισκογραφίας είναι πλέον γεγονός, στο μεγαλύτερο κομμάτι του 20ού αιώνα.
Όσον αφορά τις μη-λόγιες μουσικές, οι εμπορικές έντυπες παρτιτούρες αποτελούν εκδόσεις των μουσικών κειμένων τραγουδιών ή ορχηστρικών κομματιών (για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα βλ. Lerch-Kalavrytinos, 2003: 4-5). Για τις ανάγκες των παρτιτουρών τα τραγούδια διασκευάζονταν κυρίως (αλλά όχι μόνο) για πιάνο ή για πιάνο και φωνή, σε γενικές γραμμές χωρίς σύνθετα εκτελεστικά ζητούμενα. Οι πολυοργανικές ή οι τεχνικά απαιτητικές ενορχηστρώσεις αποφεύγονταν συστηματικά. Κάτω από τις νότες της μελωδικής ανάπτυξης των τραγουδιστικών μερών τυπώνονταν οι στίχοι και, ενίοτε, και μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες. Ως επί το πλείστον, οι παρτιτούρες είναι δίφυλλες ή τετράφυλλες και συνοδεύονται από το φιλοτεχνημένο με σχετική θεματολογία εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.
Η εν λόγω παρτιτούρα περιλαμβάνεται στη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" (Τριάντα λαϊκές μελωδίες της Ελλάδας και της Ανατολής). Η συλλογή περιέχει καταγραφές τριάντα ελληνικών τραγουδιών που συνέλεξε ο Γάλλος συνθέτης Louis-Albert Bourgault-Ducoudray στη Σμύρνη και την Αθήνα κατά τη διάρκεια του ερευνητικού ταξιδιού που πραγμτοποίησε στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία το 1875. Η εναρμόνιση και η πιανιστική συνοδεία των μελωδιών έγινε από τον συνθέτη (βλέπε αναλυτικά το εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κοκκώνη, 2017d: 13-47). Στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο αναγράφεται, επίσης, "traduction italienne en vers adaptée à la musique et traduction française en prose de M. A. de Lauzières" (έμμετρη μετάφραση στην ιταλική γλώσσα προσαρμοσμένη στη μουσική και μετάφραση σε πεζό λόγο στη γαλλική γλώσσα από τον M. A. de Lauzières), ο αριθμός της έκδοσης και ο εκδότης. Η έκδοση περιέχει πρόλογο, εισαγωγικό κείμενο, σημείωμα του μεταφραστή και αναφορές του Bourgault-Ducoudray στη στιχουργική των τραγουδιών (σελ. 7-24).
Το τραγούδι περιλαμβάνεται στις σελίδες 19-21, φέρει τον αριθμό 7 και είναι άτιτλο. Κάτω από την αρίθμηση αναγράφεται "Mme Laffon - Smyrne". Η Madame Laffon ήταν η δεύτερη σύζυγος του Γάλλου διπλωμάτη Gustave Laffon, διερμηνέα στο Γαλλικό Προξενείο της Σμύρνης. Πρόκειται για την Ada Bargigli, Ιταλίδα γεννημένη στη Λάρνακα, και βασική πηγή πληροφόρησης και μουσικού υλικού του Bourgault-Ducoudray, αφού τα 21 από τα 30 τραγούδια της συλλογής καταγράφονται στη Σμύρνη σε δική της ερμηνεία.
Το μουσικό κείμενο του τραγουδιού περιλαμβάνεται σε παρτιτούρα με σύστημα τριών πενταγράμμων (δύο για το πιάνο και ένα για τη φωνή). Στο τέλος του μουσικού κειμένου υπάρχει η γαλλική μετάφραση των στίχων και επεξηγηματική σημείωση του Bourgault-Ducoudray.
Σύγχρονη ηχογράφηση του τραγουδιού περιλαμβάνεται στο CD "Mελωδίες της ανατολής, Τραγούδια της Σμύρνης (19ος αιώνας)" («Βαριά που σ' αγαπώ», Αρχείο Ελληνικής Μουσικής – FM Records – FM 800, Αθήνα, 1997), το οποίο περιέχει 20 από τις μελωδίες που συνέλεξε ο Bourgault-Ducoudray, με διαφορετική αρμονική - ρυθμική συνοδεία και ενορχήστρωση. Το τραγουδά η Ειρήνη Δερέμπεη.
Ο Μανώλης Καλομοίρης (Σμύρνη, 14 Δεκεμβρίου 1883 – Αθήνα, 3 Απριλίου 1962) θα χρησιμοποιήσει τη μελωδία του τραγουδιού στην όπερα «Ο Πρωτομάστορας» (βλ. εδώ), σε λιμπρέτο (βλ. εδώ) του ιδίου βασισμένο στην ομότιτλη τραγωδία (βλ. εδώ) του Νίκου Καζαντζάκη. Η όπερα (βλ. εδώ χειρόγραφες και αυτόγραφες παρτιτούρες και spartiti του έργου) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαρτίου 1916 στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας (βλ. εδώ). Η μελωδία ακούγεται αρχικά από τον Γέρο και στη συνέχεια τον ακολουθεί ο Χορός των Θεριστάδων, που αποτελείται από γυναίκες και άντρες, τραγουδώντας και χορεύοντας (βλ. εδώ).
Το τραγούδι, με τίτλο «Βαρειά που σ' αγαπώ», αύξοντα αριθμό 1 και αριθμό καταλόγου 431, περιλαμβάνεται στη συλλογή «Είκοσι Δημοτικά τραγούδια» με συνοδεία πιάνου ή ορχήστρας σε εναρμόνιση του Μανώλη Καλομοίρη. Εκδόθηκε στην Αθήνα το 1922 από τον οίκο Ζαχαρία Μακρή. Αναφέρει σχετικά ο Γιώργος Σακαλλιέρος (2005: 27): «Ο εκδότης Ζ. Μακρής ζήτησε από τον Μ. Καλομοίρη να εναρμονίσει 20 δημοτικά τραγούδια. Ο συνθέτης ολοκλήρωσε μόνο τα δέκα, συνολικά, με την υπόσχεση να ολοκληρώσει αργότερα τα υπόλοιπα (σύμφωνα με πληροφορία του Φοίβου Ανωγειανάκη), κάτι που δεν πραγματοποίησε τελικά. Το έργο εκδόθηκε με τον παραπάνω τίτλο και η συγκεκριμένη ανακρίβεια παρέμεινε.»
Επίσης, στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη», όπου φυλάσσεται το Αρχείο Μανώλη Καλομοίρη, έχουν αναρτηθεί αυτόγραφες και χειρόγραφες παρτιτούρες και πάρτες του τραγουδιού σε διασκευή για φωνή και ορχήστρα και φωνή και πληκτροφόρο όργανο (βλ. εδώ).
Μεταξύ 1881-1884 ο Ρώσος συνθέτης Alexander Glazunov (Αγία Πετρούπολη, 29 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1865 – Παρίσι, 21 Μαρτίου 1936) ολοκληρώνει δύο έργα για συμφωνική ορχήστρα βασισμένα σε ελληνικές μελωδίες. Πρόκειται για την "Overture No. 1 on Three Greek Themes, Op. 3" (βλ. εδώ, εδώ και εδώ), η οποία πιθανόν ολοκληρώθηκε το 1881 ή το 1882 και είναι αφιερωμένη στον Bourgault-Ducoudray, και την "Overture No. 2 on Greek Themes, Op. 6", σύνθεση που έγραψε πιθανόν το 1883-1884 και αφιέρωσε στον Ρώσο συνθέτη Mily Balakirev. Τα μουσικά θέματα από τα οποία αντλεί υλικό ο Glazunov, και για τις δύο ουβερτούρες, προέρχονται από τη συλλογή "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient". Στην "Overture No. 2 on Greek Themes, Op. 6" ο συνθέτης επεξεργάζεται μελωδικές φράσεις από τρία τραγούδια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το τραγούδι της παρτιτούρας που εξετάζουμε. Συγκεκριμένα πρόκειται, κατά τη σειρά εμφάνισής τους στο έργο, για τις καταγραφές υπ' αριθμόν 5 (βλ. εδώ), την παρούσα υπ' αριθμόν 7 και την υπ' αριθμόν 24 (βλ. εδώ).
Εξήντα περίπου χρόνια αργότερα, το 1940–1941 ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Berthold Goldschmidt (Αμβούργο, 18 Ιανουαρίου 1903 – Λονδίνο, 17 Οκτωβρίου 1996) ολοκληρώνει την "Greek Suite" για ορχήστρα. Η οκταμερής σουίτα αποτελείται από διασκευές ελληνικών λαϊκών μελωδιών οι οποίες προέρχονται από την έκδοση "Trente mélodies populaires de Grèce et d'Orient" του Louis-Albert Bourgault-Ducoudray. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνεται και η μελωδία του παρόντος τραγουδιού. Ακολουθούν αναλυτικά τα μέρη του έργου και τα αντίστοιχα τραγούδια της συλλογής Bourgault-Ducoudray τα οποία επεξεργάζεται ο συνθέτης:
– Alla marcia: το υπ' αριθμόν 27 και το παρόν υπ' αριθμόν 7.
– Andante: τα υπ' αριθμόν 15 και 21.
– Allegretto. Scherzando: το υπ' αριθμόν 4.
– Allegro marziale: το υπ' αριθμόν 23.
– Allegretto grazioso: το υπ' αριθμόν 30 με τίτλο «Το φίλημα» και το υπ' αριθμόν 20.
– Lento: το υπ' αριθμόν 9.
– Allegretto: τα υπ' αριθμόν 28 και 1.
– Allegretto moderato: το υπ' αριθμόν 25.
Tags: Δημοτικό τραγούδι
© 2019 ΑΡΧΕΙΟ ΚΟΥΝΑΔΗ